- κορυφαιότης
- κορυφαιότηςheadshipfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κορυφαιότης — κορυφαιότης, ητος, ἡ (Α) [κορυφαίος] υπεροχή, κυριαρχία … Dictionary of Greek
κορυφαιότητι — κορυφαιότης headship fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)